- παροχούμαι
- -έομαι, Ασυνεποχούμαι με κάποιον, κάθομαι δίπλα σε κάποιον στο κάθισμα οχήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὀχοῦμαι (πρβλ. επ-οχούμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαροχώ — έω, Α περνώ συγχρόνως με κάτι άλλο («τῷ χρόνῳ συμπαροχηκός», Γρηγ. Ναζ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παροχοῦμαι (< παρά + ὀχοῦμαι «μεταφέρομαι με όχημα»)] … Dictionary of Greek